Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

οπισθόφυλλο

καινός διαιρέτης
(ή το νυν μέσα στο αεί)

Στην εποχή που όλα φαίνεται να έχουν ειπωθεί, αισθάνομαι την ανάγκη να πω τα πάντα. Ίσως αυτή να είναι και η ουσία της Ποίησης· να θέλει, και τελικά να μπορεί, να ξαναπεί τον κόσμο απ’ την αρχή. Να δει τον ένδον κόσμο και τον έξω αντεστραμμένους, ή απλά να διαπιστώσει πως διαφορά μεταξύ τους δεν υπάρχει. Να αναδιατάξει τα υλικά τους. Κάπου εκεί ανάμεσα στο τι και στο πώς ξαναστήνεται το παιχνίδι.

Με την ελάχιστη πνοή νεκρού περιπλανήθηκε
μέχρι το πλήρωμα της βέβαιης ενσάρκωσης.

Αυτό που αρχικά ανασαίνει κανείς, όταν εισέρχεται στην επικράτεια της Ποίησης, είναι η απόλυτη συμπαντική μοναξιά. Σαν για πρώτη φορά να χτίζεις το σύμπαν ή σαν το σύμπαν να χτίστηκε για να το ανακαλύψεις εσύ μόνο. Δεν έχει σημασία αν δίνεις ή αν λαβαίνεις· σημασία έχει να αγγίζεις με γυμνά χέρια τις πυρωμένες έννοιες, να χαϊδεύεις τις ιδέες, να γεύεσαι τους φθόγγους.

Θα τον κοιτάξω
θα τον ξαναβρώ
και στ’ άχτιστά του μέλη
θα χτίσω ανάστημα.

Η δημιουργική δύναμη, ξαναγεννιέται και ξαναγίνεται. Από σένα ζητάει κάθε φορά μόνο την άγραφη συνείδηση των τριών σου χρόνων, την περιέργεια του άγουρου και τη γαλήνη της αγάπης. Η αγάπη για τα πράγματα γεννιέται και πεθαίνει μαζί μας και τα πράγματα τα ίδια την ακολουθούν. Όταν πορεύεσαι μέσα στην Ποίηση, έχεις την αίσθηση πως όλα ακούγονται για πρώτη φορά, επειδή ο ίδιος τα ακούς καθαρά, έχεις την πεποίθηση ότι γίνεσαι ένας κρίκος στην αλυσίδα της διάρκειας, επειδή δωρεάν έλαβες και δωρεάν θα δώσεις. Ο χρόνος ακινητεί κι όλο το πριν και το μετά συμπυκνώνονται σ’ ένα ολόδικό σου “τώρα”.

κάθεμέραλεπτήσυρτήγραμμή
σωρόςανεβαίνεισωρόςαδειάζ
ειεπανάληψηστηνκίνησηκαν
ονικότηταστηζωήβγεςαπτοπ
οίημακαιδεςτηνατέρμονηπαν
ομοιότητατοποίημαανατρέπ
ειτηδιαίρεσηκαινόςδιαιρέτης
ηποίηση

Ύστερα έρχεται το σμίξιμο. Τα ίχνη των άλλων παίρνουν τα σημάδια απ’ τα δικά σου ίχνη, έτσι καθώς βάζεις τα δάχτυλά σου πάνω στα δικά τους.

Τόσες φωνές δικαιωμένες εντός μου
γίνονται το αναπόδραστο σχέδιο.

Εκεί είναι που δεν ακούς παρά μονάχα ό,τι αφουγκράζεσαι. Δεν έγινε παρά μονάχα ό,τι κοιτάζεις. Κι άλλο τίποτα δεν είναι πέρα απ’ αυτό, γιατί το “είναι” και το “υπάρχει” το ορίζεις εσύ. Είναι ωραία τα πράγματα έτσι καθώς γεννιούνται και πεθαίνουν μαζί μας.
Λυτρωτική αλαζονεία.

Στο τέλος ο απόηχος του γέλιου της αρκεί πως κάποτε υπήρξες,
έξοχο τώρα λίπασμα της μνήμης.


Γ.Ε.